νυκτίσεμνος: Difference between revisions
From LSJ
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νυκτίσεμνος:''' -ον, αυτός που εορτάζεται με σεμνό τρόπο τη [[νύχτα]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''νυκτίσεμνος:''' -ον, αυτός που εορτάζεται με σεμνό τρόπο τη [[νύχτα]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νυκτίσεμνος:''' (ῐ) культ. справляемый ночью (δεῖπνα Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A solemnized by night, δεῖπνα A.Eu.108.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτίσεμνος: ὁ ἐν νυκτὶ σεμνῶς γινόμενος, δεῖπνα Αἰσχύλ. Εὐμ. 108.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à qui l’on rend un culte nocturne.
Étymologie: νύξ, σεμνός.
Greek Monolingual
νυκτίσεμνος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται με σεμνότητα τη νύχτα («τὰ νυκτίσεμνα δεῑπνα ἐπ' ἐσχάρᾳ πυρὸς ἔθυον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + σεμνός.
Greek Monotonic
νυκτίσεμνος: -ον, αυτός που εορτάζεται με σεμνό τρόπο τη νύχτα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
νυκτίσεμνος: (ῐ) культ. справляемый ночью (δεῖπνα Aesch.).