μορφάω: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
(5)
(3)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μορφάω:''' ([[μορφή]]), [[διαμορφώνω]], διαπλάθω, [[σχηματίζω]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μορφάω:''' ([[μορφή]]), [[διαμορφώνω]], διαπλάθω, [[σχηματίζω]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μορφάω:''' изображать, представлять Anth.
}}
}}

Revision as of 00:40, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 208] abbilden, darstellen, ἁ δ' εἰκὼν μορφᾷ καὶ μεγαλοφροσύναν, Nossis 8 (VI, 354).

Greek (Liddell-Scott)

μορφάω: ἀπεικονίζω, παριστάνω, ἡ δ’ εἰκὼν μορφᾷ καὶ μεγαλοφροσύναν Ἀνθ. Π. 6. 354.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
figurer, représenter.
Étymologie: μορφή.

Greek Monotonic

μορφάω: (μορφή), διαμορφώνω, διαπλάθω, σχηματίζω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μορφάω: изображать, представлять Anth.