ὀδμή: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
(5)
(3b)
Line 17: Line 17:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀδμή:''' ἡ, αρχ. Επικ. και Ιων. [[τύπος]] του [[ὀσμή]].
|lsmtext='''ὀδμή:''' ἡ, αρχ. Επικ. και Ιων. [[τύπος]] του [[ὀσμή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀδμή:''' дор. [[ὀδμά]] ἡ запах Hom., Pind. etc.
}}
}}

Revision as of 00:40, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 293] ἡ, = ὀσμή, Geruch, Duft; sowohl angenehmer, Wohlgeruch, κέδρου Od. 5, 59, ἡδεῖα 7, 210, θεσπεσίη οἴν ου 211, als unangenehmer, Gestank, von den Robben, πικρὸν ἀποπνείουσαι ἁλὸς πολυβενθέος ὀδμήν 4, 406, δεινὴ θεείου Il. 14, 415; ὀδμὰ κίδναται, Pind. frg. 95; τίς ὀδμὰ προσέπτα μ' ἀφεγγής; Aesch. Prom. 115; u. in Prosa, ῥόδα ὀδμῇ ὑπερφέροντα τῶν ἄλλων, Her. 8, 138, ὀδμὴν βαρέαν παρέχεται, 2, 94, μεθύσκεσθαι τῇ ὀδμῇ, 1, 202; Sp., wie Plut. u. Luc., ὀδμὴ δεινὴ διεδέχετο ἡμᾶς, V. H. 2, 29.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδμή: ἡ, παλαιότερος Ἐπικ. καὶ Ἰων. τύπος τοῦ ὀσμή, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
odeur.
Étymologie: R. Ὀδ, sentir ; cf. ὄζω.

English (Autenrieth)

(root ὀδ): smell, fragrance.

Greek Monolingual

ὀδμή, ἡ (Α)
(παλαιότ. επικ. τ.) βλ. οσμή.

Greek Monotonic

ὀδμή: ἡ, αρχ. Επικ. και Ιων. τύπος του ὀσμή.

Russian (Dvoretsky)

ὀδμή: дор. ὀδμά ἡ запах Hom., Pind. etc.