ξιφουργός: Difference between revisions

From LSJ

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξῐφουργός:''' (*[[ἔργω]]), [[κατασκευαστής]] ξιφών, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ξῐφουργός:''' (*[[ἔργω]]), [[κατασκευαστής]] ξιφών, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ξῐφουργός:''' ὁ мастер мечей, оружейник Arph.
}}
}}

Revision as of 00:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῐφουργός Medium diacritics: ξιφουργός Low diacritics: ξιφουργός Capitals: ΞΙΦΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: xiphourgós Transliteration B: xiphourgos Transliteration C: ksifourgos Beta Code: cifourgo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A sword-cutler, Ar.Pax547.

German (Pape)

[Seite 280] Schwerter machend, Ar. Pax 539.

Greek (Liddell-Scott)

ξῐφουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ κατασκευάζων ξίφη, Ἀριστοφ. Εἰρ. 547.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant d’épées.
Étymologie: ξίφος, ἔργον.

Greek Monolingual

ξιφουργός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει ξίφος, ο ξιφοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -ουργός (< έργον)].

Greek Monotonic

ξῐφουργός: (*ἔργω), κατασκευαστής ξιφών, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ξῐφουργός: ὁ мастер мечей, оружейник Arph.