νυκτηγορέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
(5)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νυκτηγορέω:''' ([[ἀγορά]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[προσκαλώ]] κατά τη [[νύχτα]], σε Ευρ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Αισχύλ.
|lsmtext='''νυκτηγορέω:''' ([[ἀγορά]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[προσκαλώ]] κατά τη [[νύχτα]], σε Ευρ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''νυκτηγορέω:''' <b class="num">1)</b> проводить собрание ночью: τί [[χρῆμα]] νυκτηγοροῦσι; Eur. зачем собрались они в ночную пору?;<br /><b class="num">2)</b> обсуждать на ночном совещании: μεγίστην προσβολὴν νυκτηγορεῖσθαι Aesch. принять ночью решение о решительном штурме (Фив).
}}
}}

Revision as of 00:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτηγορέω Medium diacritics: νυκτηγορέω Low diacritics: νυκτηγορέω Capitals: ΝΥΚΤΗΓΟΡΕΩ
Transliteration A: nyktēgoréō Transliteration B: nyktēgoreō Transliteration C: nyktigoreo Beta Code: nukthgore/w

English (LSJ)

   A debate or plan by night, E.Rh.89 :—in Pass., A.Th. 29.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτηγορέω: ἀγγέλλω ἢ προσκαλῶ διὰ νυκτός, Εὐρ. Ρῆσ. 89· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Αἰσχύλ. Θήβ. 29.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
tenir une assemblée de nuit ; Pass. être délibéré ou discuté de nuit.
Étymologie: νύξ, ἀγορά.

Greek Monotonic

νυκτηγορέω: (ἀγορά), μέλ. -ήσω, προσκαλώ κατά τη νύχτα, σε Ευρ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

νυκτηγορέω: 1) проводить собрание ночью: τί χρῆμα νυκτηγοροῦσι; Eur. зачем собрались они в ночную пору?;
2) обсуждать на ночном совещании: μεγίστην προσβολὴν νυκτηγορεῖσθαι Aesch. принять ночью решение о решительном штурме (Фив).