νοσφισμός: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
(27) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[νοσφισμός]]) [[νοσφίζομαι]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[νοσφίζομαι]], [[ιδιοποίηση]], [[σφετερισμός]], [[κλοπή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αποχωρισμός]]. | |mltxt=ο (Α [[νοσφισμός]]) [[νοσφίζομαι]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[νοσφίζομαι]], [[ιδιοποίηση]], [[σφετερισμός]], [[κλοπή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αποχωρισμός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νοσφισμός:''' ὁ (по)хищение или растрата Polyb., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A absence, ἤλγει τὸν ν. τῆς ὠμότητος J.BJ5.10.4. II appropriating, stealing, Plb.32.5.8 ; peculation, Ph.2.336, Plu.2.843f : pl., Vett.Val.40.29.
Greek (Liddell-Scott)
νοσφισμός: ὁ, τὸ ἀποχωρίζειν ἀποχωρισμός, Μοσχόπ. π. σχεδ. σ. 92. 2) ἰδιοποίησις, κλοπή, Πολύβ. 32. 21, 8· σφετερισμός, Πλούτ. 2. 843F.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
usurpation, vol ; particul. concussion, péculat.
Étymologie: νοσφίζω.
Greek Monolingual
ο (Α νοσφισμός) νοσφίζομαι
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του νοσφίζομαι, ιδιοποίηση, σφετερισμός, κλοπή
αρχ.
αποχωρισμός.
Russian (Dvoretsky)
νοσφισμός: ὁ (по)хищение или растрата Polyb., Plut.