ξιφηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὲρ σεαυτοῦ μὴ φράσῃς ἐγκώμιον → Noli ipse laudis facere tibi praeconium → Dich selbst bedenke nicht mit einem Lobgedicht

Menander, Monostichoi, 516
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξῐφηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), οπλισμένος με [[ξίφος]], αυτός που κρατάει [[ξίφος]], [[ξιφομάχος]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''ξῐφηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), οπλισμένος με [[ξίφος]], αυτός που κρατάει [[ξίφος]], [[ξιφομάχος]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ξῐφηφόρος:''' несущий меч, меченосный Eur.: ξιφηφόροι ἀγῶνες Aesch. бой на мечах.
}}
}}

Revision as of 00:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῐφηφόρος Medium diacritics: ξιφηφόρος Low diacritics: ξιφηφόρος Capitals: ΞΙΦΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: xiphēphóros Transliteration B: xiphēphoros Transliteration C: ksififoros Beta Code: cifhfo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bearing a sword, sword in hand, E.Or.1504,al.; ξ. ἀγῶνες A.Ch.584, E.HF812 (lyr.); βρόχοι ib.730; χεῖρες Antiph.217.19,cf. Callistr.Stat.13: as Subst., swordsman, Hdn.7.10.7.    II = ξιφίας 11, Sch.Arat.1091.

German (Pape)

[Seite 279] ein Schwert tragend; Eur. Ion 980; auch ἀγῶνες, Aesch. Ch. 577; Eur. oft, ξιφηφόρων ἐς ἀγώνων ἅμιλλαν, Herc. Fur. 812; in sp. Prosa, Hdn. 7, 10, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ξῐφηφόρος: -ον, ὁ φέρων ξίφος, ὁ ἔχων ξίφος ἐν τῇ χειρί, ξ. ἀγῶνες Αἰσχύλ. Χο. 584, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 812· βρόχοι 730. ΙΙ. = ξιφίας ΙΙ, Θέων εἰς Ἄρατ. - Ὡσαύτως ξιφορ-, Γλωσσ. ξῐφίας, ου, ὁ, (ξίφος) ὁ γνωστὸς ἰχθύς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 9, κ. ἀλλ., Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 314Ε· ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ σκιφίας, Ἐπίχ. 29 Ahr.· πρβλ. Ξ, ξ. ΙΙ. 1. ΙΙ. κομήτης τις, (ὡς ἐκ τοῦ σχήματος), Πλίν. 2. 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui porte une épée;
2 ξιφηφόροι ἀγῶνες ESCHL combats à l’épée.
Étymologie: ξίφος, φέρω.

Spanish

que porta una espada

Greek Monolingual

ξιφηφόρος, -ον (Α)
1. οπλισμένος με ξίφος
2. ως ουσ. α) ξιφοφόρος, στρατιώτης
β) είδος κομήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + συνδετικό φωνήεν -η- (αντί του -ο για μετρικούς λόγους) + -φόρος].

Greek Monotonic

ξῐφηφόρος: -ον (φέρω), οπλισμένος με ξίφος, αυτός που κρατάει ξίφος, ξιφομάχος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ξῐφηφόρος: несущий меч, меченосный Eur.: ξιφηφόροι ἀγῶνες Aesch. бой на мечах.