ὀλιγανθρωπία: Difference between revisions
καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀλῐγανθρωπία:''' ἡ, [[λιγοστός]] [[αριθμός]] ανθρώπων, σε Θουκ., Ξεν. | |lsmtext='''ὀλῐγανθρωπία:''' ἡ, [[λιγοστός]] [[αριθμός]] ανθρώπων, σε Θουκ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀλῐγανθρωπία:''' ἡ тж. pl. Thuc., Plat., Xen. = [[ὀλιγανδρία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A = ὀλιγανδρία, Th.1.11, X.Mem.2.7.2, etc. : pl., Pl.Lg.780b.
German (Pape)
[Seite 319] ἡ, = ὀλιγανδρία; Thuc. 3, 93; Plat. Legg. VI, 780 b im plur.; Xen. Mem. 2, 7, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγανθρωπία: ἡ, ὀλιγότης ἀνθρώπων, Θουκ. 1. 11, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 2, κτλ.· πληθ., Πλάτ. Νόμ. 780Β.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. ὀλιγανδρία.
Étymologie: ὀλιγάνθρωπος.
Greek Monolingual
η (Α ὀλιγανθρωπία) ολιγάνθρωπος
η έλλειψη αρκετού αριθμού ανθρώπων («αἴτιον δ' ἦν οὐχ ἡ ὁλιγανθρωπία τοσοῡτον, ὅσον ἡ ἀχρηματία», Θουκ.).
Greek Monotonic
ὀλῐγανθρωπία: ἡ, λιγοστός αριθμός ανθρώπων, σε Θουκ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγανθρωπία: ἡ тж. pl. Thuc., Plat., Xen. = ὀλιγανδρία.