ὀλιγώρημα: Difference between revisions
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
(28) |
(3b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[ὀλιγώρημα]]) [[ολιγωρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμέλεια]] που παρατηρείται μόνο μία [[φορά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πράξη]] περιφρόνησης. | |mltxt=το (Α [[ὀλιγώρημα]]) [[ολιγωρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμέλεια]] που παρατηρείται μόνο μία [[φορά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πράξη]] περιφρόνησης. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀλῐγώρημα:''' ατος τό Arst. = [[ὀλιγωρία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A act of negligence, Arist.VV1251b22.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλιγώρημα: τό, πρᾶξις περιφρονήσεως, Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. καὶ Κακ. 7, 6.
Greek Monolingual
το (Α ὀλιγώρημα) ολιγωρώ
νεοελλ.
αμέλεια που παρατηρείται μόνο μία φορά
αρχ.
πράξη περιφρόνησης.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγώρημα: ατος τό Arst. = ὀλιγωρία.