ὁμηρίζω: Difference between revisions
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
(28) |
(3b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁμηρίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μιμούμαι]] τον Όμηρο, [[γράφω]] ποιήματα χρησιμοποιώντας ομηρικές φράσεις<br /><b>2.</b> <b>θεατρ.</b> [[εκτελώ]] σκηνές από τα ομηρικά έπη<br /><b>3.</b> (για άρρενες) συνουσιάζομαι [[παρά]] φύσιν<br /><b>4.</b> [[αφαιρώ]] [[αίμα]] με [[βεντούζα]], [[κάνω]] κοφτές βεντούζες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Ὅμηρος]]. Το ρ. χρησιμοποιήθηκε και με σημ. «συνουσιάζομαι [[παρά]] φύσιν», λόγω παρετυμολογικής σύνδεσής του με το ουσ. [[μηρός]]. | |mltxt=[[ὁμηρίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μιμούμαι]] τον Όμηρο, [[γράφω]] ποιήματα χρησιμοποιώντας ομηρικές φράσεις<br /><b>2.</b> <b>θεατρ.</b> [[εκτελώ]] σκηνές από τα ομηρικά έπη<br /><b>3.</b> (για άρρενες) συνουσιάζομαι [[παρά]] φύσιν<br /><b>4.</b> [[αφαιρώ]] [[αίμα]] με [[βεντούζα]], [[κάνω]] κοφτές βεντούζες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Ὅμηρος]]. Το ρ. χρησιμοποιήθηκε και με σημ. «συνουσιάζομαι [[παρά]] φύσιν», λόγω παρετυμολογικής σύνδεσής του με το ουσ. [[μηρός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμηρίζω:''' [[μηρός]] развратничать Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:56, 1 January 2019
German (Pape)
[Seite 330] dem Homer nachahmen, in homerischer Sprache, in Homer's Art dichten, sich eines homerischen Ausdrucks bedienen, VLL. – Aber Achill. Tat. 8, 9 liegt eine obscöne Anspielung auf διαμηρίζω darin, Unzucht treiben. – Bei Artemid. 4, 3 = schröpfen. S. ὁμηριστής.
Greek Monolingual
ὁμηρίζω (Α)
1. μιμούμαι τον Όμηρο, γράφω ποιήματα χρησιμοποιώντας ομηρικές φράσεις
2. θεατρ. εκτελώ σκηνές από τα ομηρικά έπη
3. (για άρρενες) συνουσιάζομαι παρά φύσιν
4. αφαιρώ αίμα με βεντούζα, κάνω κοφτές βεντούζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ὅμηρος. Το ρ. χρησιμοποιήθηκε και με σημ. «συνουσιάζομαι παρά φύσιν», λόγω παρετυμολογικής σύνδεσής του με το ουσ. μηρός.
Russian (Dvoretsky)
ὁμηρίζω: μηρός развратничать Anth.