οἰοπολέω: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
(5) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰοπολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[οἰοπόλος]]), [[φυλάω]], [[βόσκω]] πρόβατα, περιπλανιέμαι στα βουνά, σε Ευρ.· με αιτ. του τόπου, [[τριγυρίζω]], σε Ανθ. | |lsmtext='''οἰοπολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[οἰοπόλος]]), [[φυλάω]], [[βόσκω]] πρόβατα, περιπλανιέμαι στα βουνά, σε Ευρ.· με αιτ. του τόπου, [[τριγυρίζω]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰοπολέω:''' <b class="num">I</b> [[οἰοπόλος]] I] жить в одиночестве, одиноко скитаться Eur.<br /><b class="num">II</b> [[οἰοπόλος]] II] пасти: οἰ. τὴν ὄρεος ῥάχιν αἶγας καὶ [[ὄϊς]] Anth. пасти коз и овец у подножия горы. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 1 January 2019
English (LSJ)
A roam alone, E.Cyc.74(lyr.) : c. acc. loci, roam over, of shepherds, ὄρεος ῥάχιν οἰ. AP7.657 (Leon.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰοπολέω: (οἰοπόλος) βόσκω πρόβατα, ὅθεν, περιφέρομαι ἀνὰ τὰ ὄρη, Εὐρ. Κύκλ. 74· - μετ’ αἰτ. τόπου, περιέρχομαι, περιπατῶ, οἰ. ὄρεος ῥάχιν Ἀνθ. Π. 7. 657.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
vivre solitaire ; avec l’acc., errer solitaire à travers.
Étymologie: οἰοπόλος².
Greek Monotonic
οἰοπολέω: μέλ. -ήσω (οἰοπόλος), φυλάω, βόσκω πρόβατα, περιπλανιέμαι στα βουνά, σε Ευρ.· με αιτ. του τόπου, τριγυρίζω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
οἰοπολέω: I οἰοπόλος I] жить в одиночестве, одиноко скитаться Eur.
II οἰοπόλος II] пасти: οἰ. τὴν ὄρεος ῥάχιν αἶγας καὶ ὄϊς Anth. пасти коз и овец у подножия горы.