ὀρειονόμος: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρειονόμος:''' = [[ὀρεινόμος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ὀρειονόμος:''' = [[ὀρεινόμος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρειονόμος:''' Anth. = [[ὀρεινόμος]].
}}
}}

Revision as of 01:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρειονόμος Medium diacritics: ὀρειονόμος Low diacritics: ορειονόμος Capitals: ΟΡΕΙΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: oreionómos Transliteration B: oreionomos Transliteration C: oreionomos Beta Code: o)reiono/mos

English (LSJ)

ον,

   A = ὀρεινόμος, AP6.14 (Antip. Sid.), 240 (Phil.); prob. cj. in Anaxil.12 ; cf. ὀρεινόμος.

German (Pape)

[Seite 371] = ὀρεινόμος; θῆρες, Antp. Sid. 15 (VI, 14); κάπρος, Philp. 47 (VI, 240).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρειονόμος: -ον, = ὀρεινόμος, Ἀνθ. Π. 6. 14 καὶ 240.

Greek Monolingual

ὀρειονόμος, -ον (Α)
βλ. ὀρεινόμος.

Greek Monotonic

ὀρειονόμος: = ὀρεινόμος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρειονόμος: Anth. = ὀρεινόμος.