ὀχλοκόπος: Difference between revisions
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀχλοκόπος:''' ὁ, αυτός που κολακεύει τον όχλο, σε Πολύβ.· πρβλ. [[δημο]]-[[κόπος]]. | |lsmtext='''ὀχλοκόπος:''' ὁ, αυτός που κολακεύει τον όχλο, σε Πολύβ.· πρβλ. [[δημο]]-[[κόπος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀχλοκόπος:''' льстящий толпе, потакающий черни Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 1 January 2019
English (LSJ)
(parox.), ὁ,
A mob-courtier, Plb.3.80.3, Ptol.Tetr.159.
German (Pape)
[Seite 430] (vgl. δημοκόπος), um die Gunst des großen Haufens buhlend, sich die Volksgunst, bes. durch schlechte Mittel. zu verschaffen bemüht, Volksschmeichler, Pol. 3, 80, 3, Suid. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχλοκόπος: ὁ, ὁ τὸν ὄχλον κολακεύων, Πολύβ. 3. 80, 3· πρβλ. δημο-κόπος, δοξο-κόπος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui cherche à capter la faveur populaire, intrigant, ambitieux.
Étymologie: ὄχλος, κόπτω.
Greek Monolingual
ὀχλοκόπος, -ον (ΑΜ)
αυτός που επιδιώκει να αποκτήσει την εύνοια του λαού με κάθε τρόπο και κυρίως με τις κολακείες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + -κόπος (< κόπτω). πρβλ. δημο-κόπος.
Greek Monotonic
ὀχλοκόπος: ὁ, αυτός που κολακεύει τον όχλο, σε Πολύβ.· πρβλ. δημο-κόπος.
Russian (Dvoretsky)
ὀχλοκόπος: льстящий толпе, потакающий черни Polyb.