παίκτης: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
(30) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[παίχτης]], ο, θηλ. παίκτρια και παίχτρια (Α [[παίκτης]], θηλ. [[παίκτειρα]]) [[παίζω]]<br />[[πρόσωπο]] που μετέχει σε [[παιχνίδι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αθλητής]] σε ομαδικό [[άθλημα]]<br /><b>2.</b> αυτός που παίζει με [[εμπειρία]] και [[πάθος]] [[τυχερά]] ή άλλα παιχνίδια<br /><b>αρχ.</b><br />[[χορευτής]] ή [[παίκτης]]. | |mltxt=και [[παίχτης]], ο, θηλ. παίκτρια και παίχτρια (Α [[παίκτης]], θηλ. [[παίκτειρα]]) [[παίζω]]<br />[[πρόσωπο]] που μετέχει σε [[παιχνίδι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αθλητής]] σε ομαδικό [[άθλημα]]<br /><b>2.</b> αυτός που παίζει με [[εμπειρία]] και [[πάθος]] [[τυχερά]] ή άλλα παιχνίδια<br /><b>αρχ.</b><br />[[χορευτής]] ή [[παίκτης]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παίκτης:''' дор. [[παίκτας]], ου ὁ игрок (в кости) (π. [[πλειστοβόλος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A dancer or player, AP7.422 (Leon.); δειλοὶ καὶ παῖκται καὶ αἰσχρολόγοι Heph.Astr.2.2:—fem. παίκτειρα, Orph.H. 3.9.
German (Pape)
[Seite 442] ὁ, Spieler; Leon. Tar. 84 (VII, 422); Man. 4. 448.
Greek (Liddell-Scott)
παίκτης: -ου, ὁ, ὁ παίζων ἢ ὀρχούμενος, Ἀνθολ. Π. 7. 422· θηλ. παίκτειρα, Ὀρφ. Ὕμν. 2. 9. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195, 270.
Greek Monolingual
και παίχτης, ο, θηλ. παίκτρια και παίχτρια (Α παίκτης, θηλ. παίκτειρα) παίζω
πρόσωπο που μετέχει σε παιχνίδι
νεοελλ.
1. αθλητής σε ομαδικό άθλημα
2. αυτός που παίζει με εμπειρία και πάθος τυχερά ή άλλα παιχνίδια
αρχ.
χορευτής ή παίκτης.
Russian (Dvoretsky)
παίκτης: дор. παίκτας, ου ὁ игрок (в кости) (π. πλειστοβόλος Anth.).