πανεργέτης: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰνεργέτης:''' -ου, ὁ (*[[ἔργω]]), αυτός που εκτελεί τα πάντα, Δωρ. γεν. <i>-εργέτα</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πᾰνεργέτης:''' -ου, ὁ (*[[ἔργω]]), αυτός που εκτελεί τα πάντα, Δωρ. γεν. <i>-εργέτα</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰνεργέτης:''' дор. [[πανεργέτας|πᾰνεργέτᾱς]], ᾱ adj. m все созидающий ([[Ζεύς]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 01:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνεργέτης Medium diacritics: πανεργέτης Low diacritics: πανεργέτης Capitals: ΠΑΝΕΡΓΕΤΗΣ
Transliteration A: panergétēs Transliteration B: panergetēs Transliteration C: panergetis Beta Code: panerge/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A all-effecting, Ζεύς A.Ag.1486 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 459] ὁ, der Alles Bewirkende, Διὸς πανεργέτα, Aesch. Ag. 1465.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνεργέτης: -ου, ὁ, τὰ πάντα ἐνεργῶν, ἐκτελῶν, Ζεὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1486.

Spanish

que todo lo ha hecho, creador de todo

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ως επίθετο του Διός) αυτός που πράττει, τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -εργέτης (< ἔργον + επίθημα -έτης, πρβλ. οἰκ-έτης: οἶκος), πρβλ. κακ-εργέτης].

Greek Monotonic

πᾰνεργέτης: -ου, ὁ (*ἔργω), αυτός που εκτελεί τα πάντα, Δωρ. γεν. -εργέτα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνεργέτης: дор. πᾰνεργέτᾱς, ᾱ adj. m все созидающий (Ζεύς Aesch.).