πάμπολις: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πάμπολις:''' -εως, ὁ, ἡ, αυτός που επικρατεί σε όλες τις πόλεις, [[γενικός]], [[καθολικός]], σε Σοφ.
|lsmtext='''πάμπολις:''' -εως, ὁ, ἡ, αυτός που επικρατεί σε όλες τις πόλεις, [[γενικός]], [[καθολικός]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πάμπολις:''' εως adj. общий всем государствам, всеобщий ([[νόμος]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 01:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμπολις Medium diacritics: πάμπολις Low diacritics: πάμπολις Capitals: ΠΑΜΠΟΛΙΣ
Transliteration A: pámpolis Transliteration B: pampolis Transliteration C: pampolis Beta Code: pa/mpolis

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ,

   A prevailing in all cities, universal, νόμος dub. in S.Ant.614 (lyr., πάμπολύ γ' Heath).

German (Pape)

[Seite 454] in allen Staaten herrschend, allen Staaten gemein, Soph. Ant. 614.

Greek (Liddell-Scott)

πάμπολις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἐν πάσῃ πόλει ἐπικρατῶν, παγκόσμιος, νόμος Σοφ. Ἀντ. 614· - τὸ χωρίον εἶναι ἐφθαρμένον, ὅρα Δινδ., ὁ Heath διώρθωσε: πάμπολύ γ΄, καὶ τὴν γραφὴν ταύτην παραδέξατο ὁ Jebb.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ, ἡ)
commun à toute les cités, à tous les États.
Étymologie: πᾶν, πόλις.

Greek Monolingual

πάμπολις, -όλεως, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που ισχύει σε όλες τις πόλεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πόλις.

Greek Monotonic

πάμπολις: -εως, ὁ, ἡ, αυτός που επικρατεί σε όλες τις πόλεις, γενικός, καθολικός, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

πάμπολις: εως adj. общий всем государствам, всеобщий (νόμος Soph.).