παρθένιον: Difference between revisions
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
(nl) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παρθένιον -ου, τό [παρθένος] moederkruid. | |elnltext=παρθένιον -ου, τό [παρθένος] moederkruid. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρθένιον:''' τό бот. предполож. маточная трава (Pyrethrum [[parthenium]]) Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:40, 1 January 2019
English (LSJ)
τό,
A feverfew, Pyrethrum Parthenium, Hp. Ulc.14, Nic. Th.863, Dsc.3.138, Plin.HN21.176. 2 = ἑλξίνη, Dsc.4.85, etc. 3 = λινόζωστις, Thphr.HP7.7.2, Dsc.4.189. II girl, Alciphr.3.33.
German (Pape)
[Seite 521] τό, Jungfernkraut, sonst ἑλξίνη; Nic. Ther. 863; Plut. Sulla 13.
Greek (Liddell-Scott)
παρθένιον: τό, φυτόν τι, = ἐλξίνη, κοινῶς «παρθενοῦδι», Ἱππ. 877F, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 2, Νικ. Θ. 863. ΙΙ. παρθένια, τά, ἴδε ἐν τῇ λέξει.
Greek Monolingual
το, ΝΑ
νεοελλ.
1. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα
2. είδος κλαβικυμβάλου στην Αγγλία
αρχ.
1. κορίτσι, κοριτσόπουλο
2. το φυτό ελιξίνη
3. το φυτό λινόζωστις
4. είδος άλλου φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος. Τα φυτά ονομάστηκαν έτσι λόγω τών ευεργετικών ιδιοτήτων τους σε γυναικολογικές παθήσεις].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρθένιον -ου, τό [παρθένος] moederkruid.
Russian (Dvoretsky)
παρθένιον: τό бот. предполож. маточная трава (Pyrethrum parthenium) Plut.