πέδων: Difference between revisions

From LSJ
(31)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ωνος, ὁ, ΜΑ<br />(για [[κακό]] δούλο) αυτός που [[είναι]] στα [[δεσμά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ων</i>, -<i>ωνος</i> (<b>πρβλ.</b> [[στίγων]])].
|mltxt=-ωνος, ὁ, ΜΑ<br />(για [[κακό]] δούλο) αυτός που [[είναι]] στα [[δεσμά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ων</i>, -<i>ωνος</i> (<b>πρβλ.</b> [[στίγων]])].
}}
{{elru
|elrutext='''πέδων:''' ωνος ὁ Arph. = [[πεδότριψ]].
}}
}}

Revision as of 01:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέδων Medium diacritics: πέδων Low diacritics: πέδων Capitals: ΠΕΔΩΝ
Transliteration A: pédōn Transliteration B: pedōn Transliteration C: pedon Beta Code: pe/dwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A one in fetters, of a slave, Ar.Fr.837.

German (Pape)

[Seite 542] ωνος, ὁ, ein schlechter Sklave, der fast immer in Fußfesseln steckt, Ar. frg. Vgl. πεδότριψ und Moeris a. a. O.

Greek (Liddell-Scott)

πέδων: -ωνος, ὁ, ὁ ἐν δεσμοῖς ὤν, ἐπὶ δούλου, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 46· πρβλ. στίγων, καὶ ἴδε πεδότριψ.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, ΜΑ
(για κακό δούλο) αυτός που είναι στα δεσμά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + κατάλ. -ων, -ωνος (πρβλ. στίγων)].

Russian (Dvoretsky)

πέδων: ωνος ὁ Arph. = πεδότριψ.