περίορθρον: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(nl)
(3b)
Line 7: Line 7:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περίορθρον -ου, τό [περί, ὄρθρος] ochtendschemering.
|elnltext=περίορθρον -ου, τό [περί, ὄρθρος] ochtendschemering.
}}
{{elru
|elrutext='''περίορθρον:''' τό рассвет Thuc.
}}
}}

Revision as of 02:00, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 585] τό, = περιόρθριον, Thuc. 2, 3.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
point du jour.
Étymologie: περί, ὄρθρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίορθρον -ου, τό [περί, ὄρθρος] ochtendschemering.

Russian (Dvoretsky)

περίορθρον: τό рассвет Thuc.