περιφυγή: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ μὲν γὰρ τῆς πρὸς τὴν φύσιν ὑποστάσεως τῶν... → Αbout the true nature of...

Source
(32)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[περιφεύγω]]<br />[[υπεκφυγή]], [[καταφυγή]].
|mltxt=ἡ, Α [[περιφεύγω]]<br />[[υπεκφυγή]], [[καταφυγή]].
}}
{{elru
|elrutext='''περιφῠγή:''' ἡ убежище, прибежище (περιφυγαὶ καὶ ἀναχωρήσεις Plut.).
}}
}}

Revision as of 02:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφῠγή Medium diacritics: περιφυγή Low diacritics: περιφυγή Capitals: ΠΕΡΙΦΥΓΗ
Transliteration A: periphygḗ Transliteration B: periphygē Transliteration C: perifygi Beta Code: perifugh/

English (LSJ)

ἡ,

   A place of refuge, Plu.Demetr.46 (pl.).

German (Pape)

[Seite 600] ἡ, Ausflucht, Zufluchtsort, πραγμάτων πολλὰς ἐξωθουμένῳ περιφυγὰς καὶ ἀναχωρήσεις ἐχόντων, Plut. Demetr. 46.

Greek (Liddell-Scott)

περιφῠγή: ἡ, τόπος καταφυγῆς, Πλουτ. Δημήτρ. 46.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
place de refuge.
Étymologie: περιφεύγω.

Greek Monolingual

ἡ, Α περιφεύγω
υπεκφυγή, καταφυγή.

Russian (Dvoretsky)

περιφῠγή: ἡ убежище, прибежище (περιφυγαὶ καὶ ἀναχωρήσεις Plut.).