περίσφυρος: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
(32) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[περισφύριος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περίσφυρον</i><br />το περισφύριο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σφυρόν]] (<b>πρβλ.</b> [[λευκό]]-<i>σφυρος</i>, [[παρά]]-<i>σφυρος</i>)]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[περισφύριος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περίσφυρον</i><br />το περισφύριο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σφυρόν]] (<b>πρβλ.</b> [[λευκό]]-<i>σφυρος</i>, [[παρά]]-<i>σφυρος</i>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περίσφῠρος:''' Anth. = [[περισφύριος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A = περισφύριος, πέζα AP6.211 (Leon.); τὰ περίσφυρα σκέλη Luc.Am.41, shd. prob. be written τὰ περὶ σφυρά σκέλη being a gloss). II as Subst. περίσφῠρον, τό, = περισφύριον, Gal.19.144.
German (Pape)
[Seite 595] = Vorigem; daher τὸ περίσφυρον = περισφύριον.
Greek (Liddell-Scott)
περίσφῠρος: -ον, = περισφύριος, Ἀνθ. Π. 6. 211· τὰ περίσφυρα σκέλη ἐν Λουκ. Ἔρωσι 41 εἶναι ἴσως τὰ περὶ σφυρὰ (τὸ δὲ σκέλη εἶναι γλώσσ.). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περίσφυρον, τό, = περισφύριον, Γαλην. 19. 144.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. περισφύριος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίσφυρον
το περισφύριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σφυρόν (πρβλ. λευκό-σφυρος, παρά-σφυρος)].
Russian (Dvoretsky)
περίσφῠρος: Anth. = περισφύριος.