περιωδευμένως: Difference between revisions
From LSJ
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
(32) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> (για ρητ. λόγο) με περιστροφές, με πλάγιο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>περιωδευμένος</i> του [[περιοδεύω]]. | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> (για ρητ. λόγο) με περιστροφές, με πλάγιο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>περιωδευμένος</i> του [[περιοδεύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιωδευμένως:''' пространно ([[πολυμερῶς]] καὶ π. Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 1 January 2019
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of περιοδεύω,
A fully, in detail, Phld.Rh.1.248 S., Plu.2.537d.
German (Pape)
[Seite 601] adv. part. perf. pass. von περιοδεύω, auf Umwegen, weitläuftig, Plut. de inv. et od. 5.
Greek (Liddell-Scott)
περιωδευμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ περιοδεύω, διὰ περιστροφῶν, διὰ τρόπου περιστροφικοῦ, Πλούτ. 2. 537D.
French (Bailly abrégé)
adv.
par un long circuit.
Étymologie: περιωδευμένος, part. pf. Pass. de περιοδεύω.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (για ρητ. λόγο) με περιστροφές, με πλάγιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιωδευμένος του περιοδεύω.
Russian (Dvoretsky)
περιωδευμένως: пространно (πολυμερῶς καὶ π. Plut.).