περιθριγκόω: Difference between revisions
From LSJ
(nl) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=περι-θριγκόω omheinen. | |elnltext=περι-θριγκόω omheinen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιθριγκόω:''' окружать, огораживать (τοὺς ἀμπελῶνάς τινι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 1 January 2019
English (LSJ)
A edge or fence all round, τοῖς ὀστέοις τοὺς ἀμπελῶνας Plu.Mar.21.
German (Pape)
[Seite 577] rings umher mit einem Rande umgeben, umzäunen, τοῖς ὀστέοις τοὺς ἀμπελῶνας, Plut. Mar. 21.
Greek (Liddell-Scott)
περιθριγκόω: περιφράττω ὁλόγυρα, τοῖς ὀστέοις τοὺς ἀμπελῶνας Πλουτ. Μάρ. 21. - Παθ., περιφράττομαι, τινος, ἔκ τινος πράγματος, Κλήμ. Ἀλ. 303.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
entourer d’un revêtement : τινί τι faire d’une chose un rempart à une autre.
Étymologie: περί, θριγκόω.
Greek Monotonic
περιθριγκόω: μέλ. -ώσω, πλαισιώνω ή περιφράσσω ολόγυρα, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-θριγκόω omheinen.
Russian (Dvoretsky)
περιθριγκόω: окружать, огораживать (τοὺς ἀμπελῶνάς τινι Plut.).