πόκα: Difference between revisions
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
(6) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πόκα:''' ή [[ποκά]][ᾰ], Δωρ. αντί [[πότε]] και [[ποτέ]]. | |lsmtext='''πόκα:''' ή [[ποκά]][ᾰ], Δωρ. αντί [[πότε]] και [[ποτέ]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πόκα:''' adv. дор. = [[πότε]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ποκά [ᾰ], Dor. for πότε, ποτέ (qq.v.).
German (Pape)
[Seite 653] u. ποκά, dor. statt πότε u. ποτέ, u. eben so durch die ganze verwandte Reihe : ὅκα, ὁπόκα, ὁππόκα, ἄλλοκα.
Greek (Liddell-Scott)
πόκα: ἢ ποκὰ [ᾰ], Δώρ. ἀντὶ τοῦ πότε καὶ ποτέ· οὕτω δὲ καὶ τὰ ὅμοια, ὅκα, ὁπόκα, ὁππόκα, ἄλλοκα.
French (Bailly abrégé)
dor. c. πότε.
Greek Monolingual
(I)
Α
(δωρ. τ.) βλ. πότε.———————— (II)
η, Ν
παιχνίδι με χαρτιά που μοιάζει με το πόκερ, με τη διαφορά ότι ενώ σε αυτό όλα τα φύλλα δίνονται κλειστά, στην πόκα δίνεται μόνο το πρώτο κλειστό και τα υπόλοιπα ανοιχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. poker].
Greek Monotonic
πόκα: ή ποκά[ᾰ], Δωρ. αντί πότε και ποτέ.
Russian (Dvoretsky)
πόκα: adv. дор. = πότε.