πολύρροθος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(nl)
(4)
Line 21: Line 21:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολύρροθος -ον [πολύς, ῥόθος] met veel lawaai.
|elnltext=πολύρροθος -ον [πολύς, ῥόθος] met veel lawaai.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύρροθος:''' многошумный, многоголосый (φροίμια Aesch.).
}}
}}

Revision as of 02:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύρροθος Medium diacritics: πολύρροθος Low diacritics: πολύρροθος Capitals: ΠΟΛΥΡΡΟΘΟΣ
Transliteration A: polýrrothos Transliteration B: polyrrothos Transliteration C: polyrrothos Beta Code: polu/rroqos

English (LSJ)

ον, = foreg., φροίμια π. the cries

   A of many voices, A.Th.7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
retentissant ; que tout le monde répète.
Étymologie: πολύς, ῥόθος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολυρρόθιος
2. (ιδίως για οιμωγές) αυτός που προέρχεται από πολλά στόματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥόθος «θόρυβος» (πρβλ. ταχύ-ρροθος].

Greek Monotonic

πολύρροθος: -ον, βροντερός, πολυθόρυβος, φροίμια πολύρροθα, πολυκύμαντος, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύρροθος -ον [πολύς, ῥόθος] met veel lawaai.

Russian (Dvoretsky)

πολύρροθος: многошумный, многоголосый (φροίμια Aesch.).