προσπορπατός: Difference between revisions
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσπορπᾱτός:''' -ή, -όν ([[πορπάω]]), στερεωμένος με [[πόρπη]], καρφιτσωμένος, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''προσπορπᾱτός:''' -ή, -όν ([[πορπάω]]), στερεωμένος με [[πόρπη]], καρφιτσωμένος, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσπορπᾱτός:''' пристегнутый, привязанный (δεσμῷ Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A fastened on or to with a πόρπη, pinned down, δεσμῷ A.Pr.142 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 779] (adj. verb. zu προσπορπάω), (mit der Spange) angesteckt, angeheftet, οἵῳ δεσμῷ προσπορπ., Aesch. Prom. 141.
Greek (Liddell-Scott)
προσπορπᾱτός: -ή, -όν, προσπεπατταλευμένος, κεκαρφωμένος, οἵῳ δεσμῷ προσπορπατὸς τῆσδε φάραγγος σκοπέλοις ἐν ἄκροις Αἰσχύλ. Πρ. 141.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fixé litt. agrafé contre.
Étymologie: πρός, πορπάω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, θηλ. και -ός, Α
προσαρμοσμένος, καρφωμένος με πόρπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πορπῶ (< πόρπη) + επίθημα -τος].
Greek Monotonic
προσπορπᾱτός: -ή, -όν (πορπάω), στερεωμένος με πόρπη, καρφιτσωμένος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
προσπορπᾱτός: пристегнутый, привязанный (δεσμῷ Aesch.).