ῥακώδης: Difference between revisions
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
(36) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=–ες / [[ῥακώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[ῥάκος]]<br />[[γεμάτος]] ράκη, κουρελιασμένος («[[χιτωνίσκος]] [[ῥακώδης]]», Δίων Κάσσ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[γεμάτος]] [[ρυτίδες]], ζαρωμένος («ῥυτίδες καὶ θρὶξ πολιὴ καὶ [[σῶμα]] ῥακῶδες», <b>Ανθ. Παλ.</b>). | |mltxt=–ες / [[ῥακώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[ῥάκος]]<br />[[γεμάτος]] ράκη, κουρελιασμένος («[[χιτωνίσκος]] [[ῥακώδης]]», Δίων Κάσσ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[γεμάτος]] [[ρυτίδες]], ζαρωμένος («ῥυτίδες καὶ θρὶξ πολιὴ καὶ [[σῶμα]] ῥακῶδες», <b>Ανθ. Παλ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥᾰκώδης:''' висящий лоскутьями, т. е. сморщенный ([[σῶμα]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ες,
A ragged, χιτωνίσκος D.C.65.20. 2 wrinkled, AP5.20 (Rufin.), Sor.1.88; of the worn and chafed skin of bedridden people, Gal.11.132.
German (Pape)
[Seite 833] ες, zerrissen, zerlumpt von Ansehen, auch runzlig, σῶμα, Rufin. 32 (V, 21).
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾰκώδης: -ες, (εἶδος) κατεσχισμένος, «κουρελιασμένος», χιτωνίσκος Δίων Κ. 65. 20. 2) ἐρρυτιδωμένος, Ἀνθ. Π. 5. 21· παρὰ Γαλην. ἐπὶ τοῦ ἐρρυτιδωμένου δέρματος τῶν λιποσάρκων ἀσθενῶν τῶν ἐπὶ τῆς κλίνης ἐπὶ πολὺ μεινάντων.
Greek Monolingual
–ες / ῥακώδης, -ῶδες, ΝΜΑ ῥάκος
γεμάτος ράκη, κουρελιασμένος («χιτωνίσκος ῥακώδης», Δίων Κάσσ.)
αρχ.
γεμάτος ρυτίδες, ζαρωμένος («ῥυτίδες καὶ θρὶξ πολιὴ καὶ σῶμα ῥακῶδες», Ανθ. Παλ.).
Russian (Dvoretsky)
ῥᾰκώδης: висящий лоскутьями, т. е. сморщенный (σῶμα Anth.).