Πυθιόνικος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Πῡθιόνῑκος:''' -ον ([[νίκη]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην Πυθική [[νίκη]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''Πῡθιόνῑκος:''' -ον ([[νίκη]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην Πυθική [[νίκη]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''Πῡθιόνῑκος:''' связанный с победой в Пифийских состязаниях Pind.
}}
}}

Revision as of 03:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πῡθιόνῑκος Medium diacritics: Πυθιόνικος Low diacritics: Πυθιόνικος Capitals: ΠΥΘΙΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: Pythiónikos Transliteration B: Pythionikos Transliteration C: Pythionikos Beta Code: *puqio/nikos

English (LSJ)

ον,

   A of or belonging to a Pythian victory, Pi.P.6.5, etc.

Greek (Liddell-Scott)

Πῡθιόνῑκος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς Πυθικὴν νίκην, Πινδ. Π. 6. 4, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. Πυθιονίκης.

English (Slater)

Πῡθῐόνῑκος, -ον
   1 for a Pythian victory Πυθιόνικος ἑτοῖμος ὕμνων θησαυρὸς (P. 6.5) Πυθιόνικον τιμὰν (P. 8.5)

Greek Monotonic

Πῡθιόνῑκος: -ον (νίκη), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην Πυθική νίκη, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

Πῡθιόνῑκος: связанный с победой в Пифийских состязаниях Pind.