Σικελία: Difference between revisions

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Σικελία:''' ἡ, η [[νήσος]] [[Σικελία]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· απ' όπου [[Σικελίδης]], Δωρ. <i>-δας</i>, <i>ὁ</i>, ο [[Σικελός]], ο [[κάτοικος]] της Σικελίας, σε Θεόκρ. (<i>Σῑ-</i> [[χάριν]] μέτρου).
|lsmtext='''Σικελία:''' ἡ, η [[νήσος]] [[Σικελία]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· απ' όπου [[Σικελίδης]], Δωρ. <i>-δας</i>, <i>ὁ</i>, ο [[Σικελός]], ο [[κάτοικος]] της Σικελίας, σε Θεόκρ. (<i>Σῑ-</i> [[χάριν]] μέτρου).
}}
{{elru
|elrutext='''Σικελία:''' ион. [[Σικελίη]] (σῐ и σῑ) ἡ Сицилия Pind. etc.
}}
}}

Revision as of 03:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σῐκελία Medium diacritics: Σικελία Low diacritics: Σικελία Capitals: ΣΙΚΕΛΙΑ
Transliteration A: Sikelía Transliteration B: Sikelia Transliteration C: Sikelia Beta Code: *sikeli/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, Sicily, Pi.P.1.19, al., Hdt.1.24, etc.: hence Σῐκελίδης, ου, ὁ, Dor. Σικελίδας, name given by Theoc. (7.40) to Asclepiades, and variously expld. in Sch.ad loc. [Σῑ- in dactylics, as ἄρχετε Σῑκελικαί . ., Mosch.3.8, etc.;

   A Σῑκελίδας Theoc. l.c.]

Greek (Liddell-Scott)

Σῐκελία: ἡ, Πίνδ., Ἡρόδ., κλπ.· ἐντεῦθεν Σικελίδης, ου, ὁ, Σικελός, Θεόκρ., κλπ.· Σικελίᾱθεν. ἐκ Σικελίας, Εὐστ. Πονημάτ. 275. 84. [Σῑ-, ἐν δακτυλικοῖς μέτροις, οἷον, ἄρχετε Σῑκελικαί ... Βίων 1. 8, κτλ.· Σῑκελίδας, Θεόκρ. 7. 40· πρβλ. Οὐεργιλ. Ἐκλογ. 4. 1].

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Sicile.
Étymologie: Σικελός.

English (Slater)

Σῐκελία the island.
   1 ἐν πολυμήλῳ Σικελίᾳ (O. 1.12) Σικελίας τ' ἔσαν ὀφθαλμός (O. 2.9) ταί θ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι Σικελία τ αὐτοῦ πιέζει στέρνα λαχνάεντα (i. e. Τυφῶνος) (P. 1.19) κατένευσέν τέ οἱ χαίταις, ἀριστεύοισαν εὐκάρπου χθονὸς Σικελίαν πίειραν ὀρθώσειν κορυφαῖς πολίων ἀφνεαῖς (N. 1.15) ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ὄχημα δαιδάλεον ματεύειν fr. 106. 7.

Greek Monotonic

Σικελία: ἡ, η νήσος Σικελία, σε Ηρόδ. κ.λπ.· απ' όπου Σικελίδης, Δωρ. -δας, , ο Σικελός, ο κάτοικος της Σικελίας, σε Θεόκρ. (Σῑ- χάριν μέτρου).

Russian (Dvoretsky)

Σικελία: ион. Σικελίη (σῐ и σῑ) ἡ Сицилия Pind. etc.