σαρκόω: Difference between revisions

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σαρκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[σάρξ]]), κάνω την άψυχη ύλη να μοιάζει με ανθρώπινη [[σάρκα]], λέγεται για γλύπτη, σε Ανθ.
|lsmtext='''σαρκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[σάρξ]]), κάνω την άψυχη ύλη να μοιάζει με ανθρώπινη [[σάρκα]], λέγεται για γλύπτη, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''σαρκόω:''' <b class="num">1)</b> делать мясистым, плотным, упитанным (σ. καὶ πιαίνειν Arst.): σεσαρκωμένος Arst. мясистый; ἰσχὺς σαρκοῦσα Plut. сила, наращивающая мышечную ткань;<br /><b class="num">2)</b> (о художнике) превращать в (живую) плоть, оживлять (χαλκόν Anth.).
}}
}}

Revision as of 03:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκόω Medium diacritics: σαρκόω Low diacritics: σαρκόω Capitals: ΣΑΡΚΟΩ
Transliteration A: sarkóō Transliteration B: sarkoō Transliteration C: sarkoo Beta Code: sarko/w

English (LSJ)

   A make fleshy or strong, Hp.Off.13, Arist.HA603b30, cf. Plu.2.54e:—Pass., grow fleshy, Aret.SD1.8; σεσαρκωμένος fleshy, Hp.Art.8, Arist.PA656b10.    II make or produce flesh, flesh up a wound, ἀνάτριψις σαρκοῦσα Hp.Off.24:—Pass., θᾶσσον σαρκοῦται Id.Fract.27.    III make flesh of, χαλκὸν σ., of a sculptor, AP9.742 ([Phil.]).

German (Pape)

[Seite 863] fleischig machen, mästen; Arist. H. A. 8, 21; σεσαρκωμένη κεφαλή, partt. an. 2, 10; τὸ σαρκοῦν τῆς δυνάμεως, Plut. ad. et am. discr. 15; – auch Fleisch erzeugen, eine Wunde beim Heilen mit Fleisch füllen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκόω: (σὰρξ) κάμνω τινὰ σαρκώδη ἢ ἰσχυρόν, ἐνδυναμώνω, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 745, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 21, 6· ἴδε Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 79C. ― Παθ., γίνομαι σαρκώδης, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 8· σεσαρκωμένος, σαρκώδης, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 784, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 10, 12. ΙΙ. παράγωκάμνω σάρκα, διὰ σαρκὸς καλύπτω καὶ κλείω τὴν πληγήν, σαρκοποιῶ, σαρκοῦσα ἀνάτριψις Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 748. ― Παθ., θᾶσσον σαρκοῦνται ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 769. ΙΙΙ. μεταβάλλω τι εἰς σάρκα, χαλκὸν σ., ἐπὶ χαλκοτύπου ἢ ἀνδριαντοποιοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 742. IV. ἐν τῷ Παθ., γίνομαι σάρξ, ἐπὶ τοῦ Χριστοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 8643, 8961, Σύμβολ. Νικ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
remplir de chair, càd rendre charnu, épais.
Étymologie: σάρξ.

Greek Monotonic

σαρκόω: μέλ. -ώσω (σάρξ), κάνω την άψυχη ύλη να μοιάζει με ανθρώπινη σάρκα, λέγεται για γλύπτη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σαρκόω: 1) делать мясистым, плотным, упитанным (σ. καὶ πιαίνειν Arst.): σεσαρκωμένος Arst. мясистый; ἰσχὺς σαρκοῦσα Plut. сила, наращивающая мышечную ткань;
2) (о художнике) превращать в (живую) плоть, оживлять (χαλκόν Anth.).