σκυθρωπότης: Difference between revisions
From LSJ
(nl) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σκυθρωπότης -ητος, ἡ [σκυθρωπός] somberheid, ernst. | |elnltext=σκυθρωπότης -ητος, ἡ [σκυθρωπός] somberheid, ernst. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκυθρωπότης:''' ητος ἡ угрюмость (προσώπου Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:44, 1 January 2019
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A sullenness, Hp.Coac.210, D.H.Rh.11.8.
German (Pape)
[Seite 907] ητος, ἡ, das Wesen des σκυθρωπός, finsteres, mürrisches Wesen; Hippocr.; Luc. Icar. 5.
Greek (Liddell-Scott)
σκυθρωπότης: -ητος, ἡ, ὁ σκυθρωπὸς χαρακτήρ, μελαγχολία, κατήφεια, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 152D, Διον. Ἁλ. Τέχν. Ρητ. 8.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκυθρωπότης -ητος, ἡ [σκυθρωπός] somberheid, ernst.
Russian (Dvoretsky)
σκυθρωπότης: ητος ἡ угрюмость (προσώπου Luc.).