σκηνογράφος: Difference between revisions
From LSJ
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκηνογράφος:''' [ᾰ], ὁ ([[γράφω]]), αυτός που ζωγραφίζει τα σκηνικά του θεάτρου. | |lsmtext='''σκηνογράφος:''' [ᾰ], ὁ ([[γράφω]]), αυτός που ζωγραφίζει τα σκηνικά του θεάτρου. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκηνογράφος:''' (ᾰ) ὁ театральный живописец, декоратор Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:44, 1 January 2019
English (LSJ)
(parox.), ὁ,
A scene-painter, D.L.2.125.
German (Pape)
[Seite 895] die Schaubühne ausmalend; ὁ σκ., der Theatermaler, Perspectivenmaler, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκηνογράφος: [ᾰ], ὁ, ὁ ζωγραφῶν σκηνάς, Διογ. Λ. 2. 125.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
décorateur de théâtre.
Étymologie: σκηνή, γράφω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
καλλιτέχνης που ασχολείται με τη σκηνογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + -γράφος].
Greek Monotonic
σκηνογράφος: [ᾰ], ὁ (γράφω), αυτός που ζωγραφίζει τα σκηνικά του θεάτρου.
Russian (Dvoretsky)
σκηνογράφος: (ᾰ) ὁ театральный живописец, декоратор Diog. L.