σμυγερός: Difference between revisions

From LSJ

μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite

Source
(nl)
(4)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σμυγερός -ά -όν [μογερός, στυγερός?] ellendig.
|elnltext=σμυγερός -ά -όν [μογερός, στυγερός?] ellendig.
}}
{{elru
|elrutext='''σμῠγερός:''' несчастный, замученный, страдающий Soph.
}}
}}

Revision as of 03:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμῠγερός Medium diacritics: σμυγερός Low diacritics: σμυγερός Capitals: ΣΜΥΓΕΡΟΣ
Transliteration A: smygerós Transliteration B: smygeros Transliteration C: smygeros Beta Code: smugero/s

English (LSJ)

ή, όν, poet. for μογερός,

   A with pain, painful, A.R.4.1065: Comp., Id.2.374: Adv., Id.4.380; σμυγερὸν σμυγερῶς S.Ph.166 (anap.), as Brunck for στυγερὸν στυγερῶς; cf. Sch.ad loc., Hsch., Eust.1463.44:—Hom. has only the compd. Adv. ἐπισμυγερῶς (q.v.).

German (Pape)

[Seite 911] adv. σμυγερῶς, poet. statt μογερός, μογερῶς; Ap. Rh. 2, 374, u. adv., 4, 380, u. Sp., Hom. kennt nur das zusammengesetzte adv. ἐπισμυγερῶς, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

σμῠγερός: ποιητ. ἀντὶ μογερός, ὁ μετὰ κόπου, μετὰ πόνου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 374, Δ. 380· σμυγερὸν σμυγερῶς Σοφ. Φιλ. 166, κατὰ τὸν Brunck ἀντὶ στυγερὸν στυγερῶς· πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ, Ἡσύχ., Εὐστ. 315. 4.· - ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ σύνθετ. ἐπίρρ. ἐπισμυγερῶς, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
I. 1 douloureux;
2 qui souffre;
II. misérable.
Étymologie: DELG contamination expressive entre μογερός et στυγερός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
(ποιητ. τ. του μογερός) αυτός που γίνεται με κόπο, κουραστικός, κοπιαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για εκφραστικό επίθ. που έχει προέλθει με συμφυρμό τών επιθ. μογερός και στυγερός. Παρλλ. προς τον τ. σμυγερός απαντά στον Ησύχ. και ο τ. σμογερόν.].

Greek Monotonic

σμῠγερός: ποιητ. αντί μογερός, κοπιαστικός, αυτός που απαιτεί μόχθο, επίπονος, σε Σοφ.· επίρρ. -ρῶς, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σμυγερός -ά -όν [μογερός, στυγερός?] ellendig.

Russian (Dvoretsky)

σμῠγερός: несчастный, замученный, страдающий Soph.