στοιχηδόν: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(38)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] στοίχους, [[κατά]] ορισμένη [[τάξη]] ή [[σειρά]] (α. «τὰ φύλλα πεφύκασι [[στοιχηδόν]]», Θεόφρ.<br />β.»τὰς ἁμάξας στοιχηδὸν καταστῆσαι», <b>Άνν. Κομν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στοῖχος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ηδόν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βαθμ</i>-<i>ηδόν</i>)].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] στοίχους, [[κατά]] ορισμένη [[τάξη]] ή [[σειρά]] (α. «τὰ φύλλα πεφύκασι [[στοιχηδόν]]», Θεόφρ.<br />β.»τὰς ἁμάξας στοιχηδὸν καταστῆσαι», <b>Άνν. Κομν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στοῖχος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ηδόν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βαθμ</i>-<i>ηδόν</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''στοιχηδόν:''' adv. рядами, в ряд (κεῖσθαι Arst.).
}}
}}

Revision as of 03:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοιχηδόν Medium diacritics: στοιχηδόν Low diacritics: στοιχηδόν Capitals: ΣΤΟΙΧΗΔΟΝ
Transliteration A: stoichēdón Transliteration B: stoichēdon Transliteration C: stoichidon Beta Code: stoixhdo/n

English (LSJ)

Adv.

   A in a row, Arist.GA770a26, Thphr.HP3.12.7, A.R.1.1004.    2 line by line, following the lines, Puchstein Epigr.Gr.p.7.

German (Pape)

[Seite 946] adv., in der Reihe, neben oder hinter einander; Arist. gen. an. 4, 4; D. Per. 63; Eumath. 1; Jac. Ach. Tat. p. 396.

Greek (Liddell-Scott)

στοιχηδόν: Ἐπίρρ., κατὰ σειράν, «ἀραδιαστά», Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 6, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 7, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1004.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. κατά στοίχους, κατά ορισμένη τάξη ή σειρά (α. «τὰ φύλλα πεφύκασι στοιχηδόν», Θεόφρ.
β.»τὰς ἁμάξας στοιχηδὸν καταστῆσαι», Άνν. Κομν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].

Russian (Dvoretsky)

στοιχηδόν: adv. рядами, в ряд (κεῖσθαι Arst.).