Σκύριος: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(SL_2)
(4)
Line 4: Line 4:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>Σκῡριος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of Skyros Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται fr. 106. 4.
|sltr=<b>Σκῡριος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of Skyros Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται fr. 106. 4.
}}
{{elru
|elrutext='''Σκύριος:''' (ῡ) ὁ житель Скироса Pind., Her.
}}
}}

Revision as of 03:52, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Skyros ; οἱ Σκύριοι les habitants de Skyros.
Étymologie: Σκῦρος.

English (Slater)

Σκῡριος
   1 of Skyros Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται fr. 106. 4.

Russian (Dvoretsky)

Σκύριος: (ῡ) ὁ житель Скироса Pind., Her.