σπερμολογικός: Difference between revisions
From LSJ
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
(38) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[σπερμολογικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σπερμολόγος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σπερμολογία]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[σπερμολογικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σπερμολόγος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σπερμολογία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σπερμολογικός:''' бессодержательный, пустой ([[περίεργος]] καὶ σ. Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:56, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A like a σπερμολόγος 111, frivolous, περίεργα καὶ σ. Id.2.664a.
German (Pape)
[Seite 920] ή, όν, von der Art eines σπερμολόγος, schmarotzerartig, possenhaft; καὶ περίεργος, Plut. Symp. 4, 1.
Greek (Liddell-Scott)
σπερμολογικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς σπερμολόγον (ΙΙ), ἀνόητος, τὰ σπ. καὶ περίεργα Πλούτ. 2. 664Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de parasite, de bouffon.
Étymologie: σπερμολόγος.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σπερμολογικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σπερμολόγος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σπερμολογία.
Russian (Dvoretsky)
σπερμολογικός: бессодержательный, пустой (περίεργος καὶ σ. Plut.).