συγκαλυπτός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκαλυπτός:''' -ή, -όν, περιτυλιγμένος, συγκεκαλυμμένος, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''συγκαλυπτός:''' -ή, -όν, περιτυλιγμένος, συγκεκαλυμμένος, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκᾰλυπτός:''' [adj. verb. к [[συγκαλύπτω]] окутанный, со всех сторон обложенный (κνίσῃ κῶλα συγκαλυπτά Aesch.).
}}
}}

Revision as of 03:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκᾰλυπτός Medium diacritics: συγκαλυπτός Low diacritics: συγκαλυπτός Capitals: ΣΥΓΚΑΛΥΠΤΟΣ
Transliteration A: synkalyptós Transliteration B: synkalyptos Transliteration C: sygkalyptos Beta Code: sugkalupto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A wrapped up, κνίσῃ κῶλα σ. ib.496.

German (Pape)

[Seite 964] von allen Seiten bedeckt od. verhüllt, κνίσσῃ τε κῶλα συγκαλυπτά, Aesch. Prom. 494.

Greek (Liddell-Scott)

συγκᾰλυπτός: -ή, -όν, περικεκαλυμμένος, περιτετυλιγμένος, κνίσῃ κῶλα σ. Αἰσχλυλ. Πρ. 496.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
adj. verb. de συγκαλύπτω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συγκαλύπτω
καλυμμένος από παντού, περιτυλιγμένος.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συγκαλύπτω
καλυμμένος από παντού, περιτυλιγμένος.

Greek Monotonic

συγκαλυπτός: -ή, -όν, περιτυλιγμένος, συγκεκαλυμμένος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

συγκᾰλυπτός: [adj. verb. к συγκαλύπτω окутанный, со всех сторон обложенный (κνίσῃ κῶλα συγκαλυπτά Aesch.).