συζωοποιέω: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συζωοποιέω:''' [[ζωοποιώ]], [[επαναφέρω]] στη [[ζωή]], [[δίνω]] [[ζωή]] από κοινού με κάποιον, <i>τινά τινι</i>, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''συζωοποιέω:''' [[ζωοποιώ]], [[επαναφέρω]] στη [[ζωή]], [[δίνω]] [[ζωή]] από κοινού με κάποιον, <i>τινά τινι</i>, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''συζωοποιέω:''' вместе (с кем-л.) оживлять, воскрешать (τινα [[σύν]] τινι NT).
}}
}}

Revision as of 04:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συζωοποιέω Medium diacritics: συζωοποιέω Low diacritics: συζωοποιέω Capitals: ΣΥΖΩΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: syzōopoiéō Transliteration B: syzōopoieō Transliteration C: syzoopoieo Beta Code: suzwopoie/w

English (LSJ)

   A quicken together with, τινὰς τῷ Χριστῷ Ep.Eph.2.5, cf. Ep.Col.2.13.

German (Pape)

[Seite 973] mit oder zugleich lebendig machen, beleben, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

συζωοποιέω: ζωοποιῶ ὁμοῦ μετά τινος, τινά τινι Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. β΄. 5.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
rendre vivant ou vivifier ensemble.
Étymologie: σύν, ζωοποιέω.

English (Strong)

from σύν and ζωοποιέω; to reanimate conjointly with (figuratively): quicken together with.

Greek Monotonic

συζωοποιέω: ζωοποιώ, επαναφέρω στη ζωή, δίνω ζωή από κοινού με κάποιον, τινά τινι, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

συζωοποιέω: вместе (с кем-л.) оживлять, воскрешать (τινα σύν τινι NT).