Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγκεχυμένως: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκεχυμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του [[συγχέω]], ατάκτως, ανάκατα, [[φύρδην]] [[μίγδην]], [[τουρλού]] [[τουρλού]], αδιακρίτως, σε Αριστ.
|lsmtext='''συγκεχυμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του [[συγχέω]], ατάκτως, ανάκατα, [[φύρδην]] [[μίγδην]], [[τουρλού]] [[τουρλού]], αδιακρίτως, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκεχῠμένως:''' спутанно, беспорядочно, неясно Arst., Plut., Sext.
}}
}}

Revision as of 04:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκεχῠμένως Medium diacritics: συγκεχυμένως Low diacritics: συγκεχυμένως Capitals: ΣΥΓΚΕΧΥΜΕΝΩΣ
Transliteration A: synkechyménōs Transliteration B: synkechymenōs Transliteration C: sygkechymenos Beta Code: sugkexume/nws

English (LSJ)

Adv. of συγχέω,

   A indiscriminately, Arist.EN1145b16, Plu.2.168a, S.E.M.7.171, etc.; φεύγειν J.AJ13.4.4; εἰπεῖν (opp. σαφῶς) Hermog.Id.1.11.

German (Pape)

[Seite 967] adv. part. pert. pass. von συγχέω, vermischt, verworren, Arist. eth. 7, 2 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκεχῠμένως: Ἐπίρρ. τοῦ συγχέω, ὡς καὶ νῦν, φύρδην μίγδην, ἀτάκτως, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 1, 6, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 171, Πλούτ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
confusément.
Étymologie: συγκέχυμαι, pf. Pass. de συγχέω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ και συγκεχυμένα Ν
επίρρ. χωρίς σαφή διάκριση, ασυνάρτητα, ακαθόριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεχυμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. συγχέω + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monolingual

ΝΜΑ και συγκεχυμένα Ν
επίρρ. χωρίς σαφή διάκριση, ασυνάρτητα, ακαθόριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεχυμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. συγχέω + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

συγκεχυμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του συγχέω, ατάκτως, ανάκατα, φύρδην μίγδην, τουρλού τουρλού, αδιακρίτως, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

συγκεχῠμένως: спутанно, беспорядочно, неясно Arst., Plut., Sext.