συγκολλητής: Difference between revisions

From LSJ

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκολλητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που συγκολλά, που συνδέει, [[κατασκευαστής]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''συγκολλητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που συγκολλά, που συνδέει, [[κατασκευαστής]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκολλητής:''' οῦ ὁ собиратель, составитель, сочинитель (ψευδῶν Arph.).
}}
}}

Revision as of 04:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκολλητής Medium diacritics: συγκολλητής Low diacritics: συγκολλητής Capitals: ΣΥΓΚΟΛΛΗΤΗΣ
Transliteration A: synkollētḗs Transliteration B: synkollētēs Transliteration C: sygkollitis Beta Code: sugkollhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who glues together, fabricator, ψευδῶν Ar.Nu.446 (anap.).

German (Pape)

[Seite 969] ὁ, der Zusammenleimende, Zusammensetzende, ψευδῶν Ar. Nubb. 445.

Greek (Liddell-Scott)

συγκολλητής: -οῦ, ὁ, ὁ συγκολλῶν, συγκατασκευάζων, ἐπινοῶν, ψευδῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 446.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
celui qui colle ensemble, qui assemble.
Étymologie: συγκολλάω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ συγκολλῶ
νεοελλ.
μεταλλοτεχνίτης ειδικευμένος στις συγκολλήσεις
αρχ.
μτφ. επινοητής («ψευδῶν ξυγκολλητής, εὐρησιεπής, περίτριμμα δικῶν», Αριστοφ.).

Greek Monolingual

ο, ΝΑ συγκολλῶ
νεοελλ.
μεταλλοτεχνίτης ειδικευμένος στις συγκολλήσεις
αρχ.
μτφ. επινοητής («ψευδῶν ξυγκολλητής, εὐρησιεπής, περίτριμμα δικῶν», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

συγκολλητής: -οῦ, ὁ, αυτός που συγκολλά, που συνδέει, κατασκευαστής, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

συγκολλητής: οῦ ὁ собиратель, составитель, сочинитель (ψευδῶν Arph.).