συναπωθέω: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συναπωθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σπρώχνω]] [[μακριά]] από κοινού, [[απωθώ]] μαζί με, σε Λουκ.
|lsmtext='''συναπωθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σπρώχνω]] [[μακριά]] από κοινού, [[απωθώ]] μαζί με, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''συναπωθέω:''' одновременно отталкивать, оттеснять (ὑπὸ τοῦ πνεύματος συναπωθεῖσθαι Arst.): τοῦ κύματος συναπώσαντος Luc. ввиду напора волны.
}}
}}

Revision as of 04:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπωθέω Medium diacritics: συναπωθέω Low diacritics: συναπωθέω Capitals: ΣΥΝΑΠΩΘΕΩ
Transliteration A: synapōthéō Transliteration B: synapōtheō Transliteration C: synapotheo Beta Code: sunapwqe/w

English (LSJ)

   A help to push off or back, Luc.Tox.19, Orib.47.5.13:— Pass., Arist.Pr.963a20, Gal.6.197 (v.l. συνεπ-).

German (Pape)

[Seite 1003] (s. ὠθέω), mit od. zugleich ab-, fort-, wegstoßen, Luc. Tox. 19.

Greek (Liddell-Scott)

συναπωθέω: ἀπωθῶ ὁμοῦ, τοῦ κύματος συναπώσαντος Λουκ. Τόξ. 19. ― Παθητ., Ἀριστ. Πρβλ. 33. 18.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
repousser avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἀπωθέω.

Greek Monotonic

συναπωθέω: μέλ. -ήσω, σπρώχνω μακριά από κοινού, απωθώ μαζί με, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συναπωθέω: одновременно отталкивать, оттеснять (ὑπὸ τοῦ πνεύματος συναπωθεῖσθαι Arst.): τοῦ κύματος συναπώσαντος Luc. ввиду напора волны.