τετράπλεθρος: Difference between revisions

From LSJ

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετράπλεθρος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που αποτελείται από [[τέσσερα]] πλέθρα, σε Πολύβ.
|lsmtext='''τετράπλεθρος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που αποτελείται από [[τέσσερα]] πλέθρα, σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''τετράπλεθρος:''' размером в четыре плетра (τὸ [[ἐμβαδόν]] Polyb.).
}}
}}

Revision as of 04:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰπλεθρος Medium diacritics: τετράπλεθρος Low diacritics: τετράπλεθρος Capitals: ΤΕΤΡΑΠΛΕΘΡΟΣ
Transliteration A: tetráplethros Transliteration B: tetraplethros Transliteration C: tetraplethros Beta Code: tetra/pleqros

English (LSJ)

ον,

   A consisting of four plethra, Plb.6.27.2.

German (Pape)

[Seite 1098] vier Plethra oder Hufen Landes groß, Pol. 6, 27, 2.

Greek (Liddell-Scott)

τετράπλεθρος: [ᾰ], -ον, συγκείμενος ἐκ τεσσάρων πλέθρων, ὥστε τὸ ἐμβαδὸν γίγνεσθαι τετράπλεθρον Πολύβ. 6. 27, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de quatre arpents.
Étymologie: τέσσαρες, πλέθρον.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει έκταση τεσσάρων πλέθρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πλέθρον (πρβλ. ἑξά-πλεθρος)].

Greek Monotonic

τετράπλεθρος: [ᾰ], -ον, αυτός που αποτελείται από τέσσερα πλέθρα, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

τετράπλεθρος: размером в четыре плетра (τὸ ἐμβαδόν Polyb.).