τηλόσε: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τηλόσε:''' ([[τηλοῦ]]), επίρρ., σε μακρινή [[απόσταση]], σε [[σημείο]] που απέχει [[μακριά]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
|lsmtext='''τηλόσε:''' ([[τηλοῦ]]), επίρρ., σε μακρινή [[απόσταση]], σε [[σημείο]] που απέχει [[μακριά]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τηλόσε:''' adv. далеко или вдаль Hom., Eur.
}}
}}

Revision as of 04:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηλόσε Medium diacritics: τηλόσε Low diacritics: τηλόσε Capitals: ΤΗΛΟΣΕ
Transliteration A: tēlóse Transliteration B: tēlose Transliteration C: tilose Beta Code: thlo/se

English (LSJ)

Adv.

   A to a distance, far away, Il.4.455, 22.407, E.IT175 (anap.): c. gen., Q.S.4.407.

German (Pape)

[Seite 1107] adv., in die Ferne, weithin; Il. 4, 455. 22, 407; Eur. I. T. 175.

Greek (Liddell-Scott)

τηλόσε: Ἐπίρρ., εἰς μακρὰν ἀπόστασιν, εἰς σημεῖον μακρὰν ἀπέχον, Ἰλ. Δ. 455., Χ. 407, Εὐρ. Ι. Τ. 175.

French (Bailly abrégé)

adv.
loin, au loin avec mouv.
Étymologie: *τηλός, -σε.

English (Autenrieth)

to a distance, far away.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. μακριά, σε μακρινή απόσταση («τῶν δὲ τε τηλόσε δοῡπον ἐν οὔρεσιν ἔκλυε ποιμήν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε + επιρρμ. κατάλ. -ό-σε (πρβλ. ἀγχ-ό-σε)].

Greek Monotonic

τηλόσε: (τηλοῦ), επίρρ., σε μακρινή απόσταση, σε σημείο που απέχει μακριά, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τηλόσε: adv. далеко или вдаль Hom., Eur.