τρισδείλαιος: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρισδείλαιος:''' -ον, = [[τρισάθλιος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''τρισδείλαιος:''' -ον, = [[τρισάθλιος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρισδείλαιος:''' Anth. = [[τρισάθλιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:56, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A = τρισάθλιος, AP7.737.
Greek (Liddell-Scott)
τρισδείλαιος: -ον, = τρισάθλιος, ἐνθάδ’ ἐγὼ λῃστῆρος ὁ τρισδείλαιος ἄρηϊ ἐδμήθην, κεῖμαι δὲ οὐδενὶ κλαιόμενος Ἀνθ. Π. 7. 737.
Greek Monolingual
-ον, Α
τρισάθλιος, δύστηνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + δείλαιος «δειλός, άθλιος, τιποτένιος»].
Greek Monotonic
τρισδείλαιος: -ον, = τρισάθλιος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τρισδείλαιος: Anth. = τρισάθλιος.