ὑπαρκτός: Difference between revisions

From LSJ

Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund

Menander, Monostichoi, 537
(43)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπαρκτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑπάρχω]]<br />αυτός που υπάρχει, που έχει ύπαρξη, [[πραγματικός]] (α. «υπαρκτό [[πρόβλημα]]» β. «μαντικὴ ὡς [[ἀνύπαρκτος]], εἰ δὲ καὶ ὑπαρκτή», Επίκ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να υπάρξει<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[υπαρκτός]] [[σοσιαλισμός]]»<br /><b>(κοινων.)</b> <b>βλ.</b> [[σοσιαλισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑπαρκτά</i><br />η ύπαρξη.
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπαρκτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑπάρχω]]<br />αυτός που υπάρχει, που έχει ύπαρξη, [[πραγματικός]] (α. «υπαρκτό [[πρόβλημα]]» β. «μαντικὴ ὡς [[ἀνύπαρκτος]], εἰ δὲ καὶ ὑπαρκτή», Επίκ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να υπάρξει<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[υπαρκτός]] [[σοσιαλισμός]]»<br /><b>(κοινων.)</b> <b>βλ.</b> [[σοσιαλισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑπαρκτά</i><br />η ύπαρξη.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπαρκτός:''' Plut., Diog. L., Sext. = [[ὑπαρκτικός]].
}}
}}

Revision as of 05:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπαρκτός Medium diacritics: ὑπαρκτός Low diacritics: υπαρκτός Capitals: ΥΠΑΡΚΤΟΣ
Transliteration A: hyparktós Transliteration B: hyparktos Transliteration C: yparktos Beta Code: u(parkto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A subsisting, existent, real, Epicur.Fr.27, Posidon. ap.D.L.7.91, Plu.2.1046c, etc.

German (Pape)

[Seite 1183] ή, όν, adj. verb. von ὑπάρχω, daseiend, existirend, S. Emp. oft; – was zu Grunde liegt oder zu Grunde gelegt werden kann, D. L. 7, 91 aus Posidon.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαρκτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὑπάρχων, πραγματικός, Ποσειδώνιος παρὰ Διογ. Λ. 7. 91, παρὰ τῷ αὐτῷ 10. 135, Πλούτ. 2. 1046C, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui existe par soi-même ou réellement.
Étymologie: ὑπάρχω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑπαρκτός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑπάρχω
αυτός που υπάρχει, που έχει ύπαρξη, πραγματικός (α. «υπαρκτό πρόβλημα» β. «μαντικὴ ὡς ἀνύπαρκτος, εἰ δὲ καὶ ὑπαρκτή», Επίκ.)
νεοελλ.
1. αυτός που μπορεί να υπάρξει
2. φρ. «υπαρκτός σοσιαλισμός»
(κοινων.) βλ. σοσιαλισμός
αρχ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑπαρκτά
η ύπαρξη.

Russian (Dvoretsky)

ὑπαρκτός: Plut., Diog. L., Sext. = ὑπαρκτικός.