ὑμενώδης: Difference between revisions
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(43) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες / [[ὑμενώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[ὑμήν]], -[[ένος]]]<br />αυτός που έχει [[σύσταση]] ή υφή υμένα, [[υμενοειδής]] («[[υμενώδης]] [[λαβύρινθος]] του έσω [[ωτός]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για υγρά) [[γεμάτος]] υμενοειδείς ύλες ή ίνες. | |mltxt=-ες / [[ὑμενώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[ὑμήν]], -[[ένος]]]<br />αυτός που έχει [[σύσταση]] ή υφή υμένα, [[υμενοειδής]] («[[υμενώδης]] [[λαβύρινθος]] του έσω [[ωτός]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για υγρά) [[γεμάτος]] υμενοειδείς ύλες ή ίνες. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑμενώδης:''' Arst. = [[ὑμενοειδής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ες,
A = ὑμενοειδής, πόροι Arist.HA514a32; ὑστέραι ib.510b23; πλεύμων Id.PA669a34; [μήτρα] Thphr.HP1.6.1; τύπος, σῶμα, Sor.1.57,82; σύνδεσμοι, τένων, etc., Gal.UP1.15, 2.7, al. II of liquids, full of membranous substances or fibres, οὖρον Hp.Coac.571.
German (Pape)
[Seite 1178] ες, zsgzgn statt ὑμενοειδής, Arist. H. A. 1, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ὑμενώδης: [ῠ], ες, = ὑμενοειδής, πόροι Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 2· ὑστέραι αὐτόθι 3. 1, 23· πλεύμων ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 6, 7, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ ὑγρῶν, πλήρης ὑμενωδῶν ὑλῶν ἢ ἰνῶν, οὖρον Ἱππ. Κωακ. Προγν. 123.
Greek Monolingual
-ες / ὑμενώδης, -ῶδες, ΝΑ ὑμήν, -ένος]
αυτός που έχει σύσταση ή υφή υμένα, υμενοειδής («υμενώδης λαβύρινθος του έσω ωτός»)
αρχ.
(για υγρά) γεμάτος υμενοειδείς ύλες ή ίνες.
Russian (Dvoretsky)
ὑμενώδης: Arst. = ὑμενοειδής.