ὑπέρπτωχος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπέρπτωχος:''' -ον, υπερβολικά [[φτωχός]], [[πάμπτωχος]], σε Αριστ. | |lsmtext='''ὑπέρπτωχος:''' -ον, υπερβολικά [[φτωχός]], [[πάμπτωχος]], σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπέρπτωχος:''' чрезвычайно бедный Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A exceedingly poor, Arist.Pol.1295b7.
German (Pape)
[Seite 1201] übermäßig arm, Arist. pol. 4, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρπτωχος: -ον, ὑπερβαλλόντως πτωχός, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11, 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
excessivement ou extrêmement pauvre.
Étymologie: ὑπέρ, πτωχός.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ὑπέρπτωχος: -ον, υπερβολικά φτωχός, πάμπτωχος, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρπτωχος: чрезвычайно бедный Arst.