ὑπόλεπτος: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπόλεπτος:''' -ον, κάπως [[λεπτός]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ὑπόλεπτος:''' -ον, κάπως [[λεπτός]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπόλεπτος:''' тонковатый: ὑ. τὰ σκέλη Luc. тонконогий. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A somewhat thin, ῥόος Aret.SD2.11, cf. Luc.Philops. 34, Ael.NA16.15.
German (Pape)
[Seite 1223] etwas dünn, sein, zart; Philostr. imagg. 2, 29; Luc. Philops. 37.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόλεπτος: -ον, ὀλίγον τι λεπτός, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 12, Λουκ. Φιλοψ. 34, Αἰλ. π. Ζ. 16. 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
un peu mince, grêle.
Étymologie: ὑπό, λεπτός.
Greek Monolingual
-ον, Α λεπτός
αυτός που χαρακτηρίζεται από κάποια μορφή λεπτότητας, ο κάπως λεπτός («ἐπιμήκη, σιμόν, πρόχειλον, ὑπόλεπτον τὰ σκέλη», Λουκιαν.).
Greek Monotonic
ὑπόλεπτος: -ον, κάπως λεπτός, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόλεπτος: тонковатый: ὑ. τὰ σκέλη Luc. тонконогий.