φθειρίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(6_20)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φθειρίζομαι''': Παθ., «ψειρίζομαι», Ἀριστ. Ἀποσπ. 66, Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 1, 16· ἐπὶ τῆς θύρας ἑστῶτα ἐφθειρίζετο Ἀθήν. 586Α· ― τὸ ἐνεργ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ φθειρεῖ γῆν Αἰγύπτου [[ὥσπερ]] φθειρίζει ποιμὴν τὸ [[ἱμάτιον]] αὑτοῦ Ἱερεμ. Ν΄, 12.
|lstext='''φθειρίζομαι''': Παθ., «ψειρίζομαι», Ἀριστ. Ἀποσπ. 66, Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 1, 16· ἐπὶ τῆς θύρας ἑστῶτα ἐφθειρίζετο Ἀθήν. 586Α· ― τὸ ἐνεργ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ φθειρεῖ γῆν Αἰγύπτου [[ὥσπερ]] φθειρίζει ποιμὴν τὸ [[ἱμάτιον]] αὑτοῦ Ἱερεμ. Ν΄, 12.
}}
{{elru
|elrutext='''φθειρίζομαι:''' снимать с себя вшей Arst.
}}
}}

Revision as of 05:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθειρίζομαι Medium diacritics: φθειρίζομαι Low diacritics: φθειρίζομαι Capitals: ΦΘΕΙΡΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: phtheirízomai Transliteration B: phtheirizomai Transliteration C: ftheirizomai Beta Code: fqeiri/zomai

English (LSJ)

Pass.,

   A pick the lice off oneself, Arist.Fr.76, Thphr.Sign.16, Apollod. ap. Ath.13.586a:—Act. (with fut. -ιῶ) LXXJe.50(43).12.

German (Pape)

[Seite 1270] sich die Läuse absuchen, sich laufen, Her. vit. Hom. 35.

Greek (Liddell-Scott)

φθειρίζομαι: Παθ., «ψειρίζομαι», Ἀριστ. Ἀποσπ. 66, Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 1, 16· ἐπὶ τῆς θύρας ἑστῶτα ἐφθειρίζετο Ἀθήν. 586Α· ― τὸ ἐνεργ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ φθειρεῖ γῆν Αἰγύπτου ὥσπερ φθειρίζει ποιμὴν τὸ ἱμάτιον αὑτοῦ Ἱερεμ. Ν΄, 12.

Russian (Dvoretsky)

φθειρίζομαι: снимать с себя вшей Arst.