ὑφορμίζομαι: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑφορμίζομαι:''' Παθ. και Μέσ., [[προσορμίζομαι]] [[κρυφά]] ή [[κάτω]] από ένα [[μέρος]], σε Θουκ., Πλούτ. | |lsmtext='''ὑφορμίζομαι:''' Παθ. και Μέσ., [[προσορμίζομαι]] [[κρυφά]] ή [[κάτω]] από ένα [[μέρος]], σε Θουκ., Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑφορμίζομαι:''' становиться на якорь Thuc., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:40, 1 January 2019
English (LSJ)
Pass. and Med.,
A come to anchor, Th.2.83 codd. (ἀφ- Blomfield); τῇ Σαλαμῖνι Plu.Sol.9: metaph., to be found under or in a place, Philostr. Her.1.3.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφορμίζομαι: Παθ. καὶ μέσ. προσορμίζομαι κρυφίως· καθόλου, προσορμίζομαι, Θουκ. 2. 83· τῇ Σαλαμῖνι Πλουτ. Σόλων 9. ― μεταφορ., εὑρίσκομαι ὑποκάτω ἢ ἔν τινι τόπῳ, Φιλόστρ. 670.
French (Bailly abrégé)
pf. ὑφώρμισμαι;
entrer dans le port, jeter l’ancre : τῇ Σαλαμῖνι PLUT devant Salamine.
Étymologie: ὑπό, ὁρμίζομαι.
Greek Monotonic
ὑφορμίζομαι: Παθ. και Μέσ., προσορμίζομαι κρυφά ή κάτω από ένα μέρος, σε Θουκ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑφορμίζομαι: становиться на якорь Thuc., Plut.